- στωμύλματα
- στώμυλμαchatterboxneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στώμυλμα — και στόμυλμα, ύλματος, τὸ, Α [στωμύλλω] 1. στωμυλία 2. (ως χαρακτηρισμός προσ.) φλύαρος, πολυλογάς 3. (κατά τον Ησύχ.) «στωμύλματα περιλαλήματα» … Dictionary of Greek